καλοσυσταίνω

καλοσυσταίνω
καλοσυστήνω (αόρ. (ε)καλοσύστησα) μετ.
1) давать хорошую рекомендацию (кому-л.), давать благоприятный отзыв (о ком-л.); 2) характеризовать с положительной стороны (кого-л.);

δεν σε καλοσυσταίνει να... — это не делает тебе чести


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "καλοσυσταίνω" в других словарях:

  • καλοσυσταίνω — και καλοσυστήνω καλοσύστησα, καλοσυστήθηκα, καλοσυστημένος, κάνω καλές συστάσεις για κάποιον: Τον καλοσύστησα στο διευθυντή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλοσυσταίνω — και καλοσυστήνω 1. δίνω καλές συστάσεις για κάποιον 2. περιποιώ τιμή σε κάποιον, προσθέτω στην καλή φήμη και υπόληψη κάποιου («αυτά που κάνεις δεν σέ καλοσυσταίνουν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + συσταίνω / συστήνω] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»